- αμαντάλωτος
- και αμανδάλωτος, -η, -ο [μανταλωτός](για πόρτες, παράθυρα κ.λπ.) αυτός που δεν κλείστηκε με μάνταλο, ασφάλιστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμαντάλωτος — η, ο αυτός που δεν κλείστηκε με μάνταλο: Να μην αφήνεις την πόρτα αμαντάλωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμανδάλωτος — η, ο [μανδαλωτός] βλ. αμαντάλωτος* … Dictionary of Greek